ἑστία

ἑστία
ἑστία (-ίᾳ, -ίαν, -ία.)
a home, hearth

ἐς ἀφνεὰν ἱκομένους μάκαιραν Ἱέρωνος ἑστίαν O. 1.11

τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.14

εὐδίαν ὃς τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν P. 5.11

ἀγῶνί τε Κίρρας ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών P. 11.13

τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17

]νος τἶ ἑστίαν[ Παρθ. 2. 107.
b Hestia, goddess of the hearth.

παῖ Ῥέας, ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.1


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἑστία — ἑστίᾱ , ἕστιος of the fem nom/voc/acc dual ἑστίᾱ , ἕστιος of the fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱ , ἑστία hearth of a house fem nom/voc/acc dual ἑστίᾱ , ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱ , ἑστιάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστίᾳ — ἑστίᾱͅ , ἕστιος of the fem dat sg (attic doric aeolic) ἑστίαι , ἑστία hearth of a house fem nom/voc pl ἑστίᾱͅ , ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εστία — εστία, η και στια, η 1. το μέρος του δωματίου όπου ανάβεται η φωτιά, η γωνιά, το τζάκι. 2. κατοικία, σπίτι, τόπος διαμονής: Πολλοί άνθρωποι διώχτηκαν από τις εστίες τους με τα πολεμικά γεγονότα. 3. μτφ., σημείο, τόπος όπου εκδηλώνεται κάτι απ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἑστία — Ἑστίᾱ , Ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑστίᾳ — Ἑστίᾱͅ , Ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… …   Dictionary of Greek

  • ἑστιᾷ — ἑστιάω receive at one s hearth pres subj mp 2nd sg ἑστιάω receive at one s hearth pres ind mp 2nd sg (epic) ἑστιάω receive at one s hearth pres subj act 3rd sg ἑστιάω receive at one s hearth pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηπειρωτική Εστία — Τριμηναίο περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1950 στα Ιωάννινα από τους Μ. Μάνο και Δ. Κόκκινο. Το περιοδικό βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών …   Dictionary of Greek

  • Νέα Εστία — Δεκαπενθήμερο λογοτεχνικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1927 από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, ο οποίος και διατέλεσε διευθυντής του ως το 1935. Από τότε διευθύνεται από τον Πέτρο Χάρη. Το περιοδικό δημοσιεύει λογοτεχνικές εργασίες και μελέτες σχετικές με την …   Dictionary of Greek

  • ἑστίας — ἑστίᾱς , ἕστιος of the fem acc pl ἑστίᾱς , ἕστιος of the fem gen sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem acc pl ἑστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem gen sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱς , ἑστιάω receive at one s hearth… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστιάσει — ἑστιά̱σει , ἑστίασις feasting fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἑστιά̱σεϊ , ἑστίασις feasting fem dat sg (epic) ἑστιά̱σει , ἑστίασις feasting fem dat sg (attic ionic) ἑστιά̱σει , ἑστιάω receive at one s hearth aor subj act 3rd sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”